- ὀξυπαιδερώτινος
- ὀξῠ-παιδερώτινος, in Lat. formA oxypaederotinus, bright pink, Hist.Aug.Aurelian.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυπαιδερώτινος — ὀξυπαιδερώτινος, ον (Α) αυτός που έχει το έντονο πορφυρό χρώμα τού φυτού παιδέρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + παιδέρως] … Dictionary of Greek